ουροτοξικός

ουροτοξικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την τοξικότητα τών ούρων («ουροτοξικός συντελεστής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urotoxic (< ούρο + τοξικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”